προβλεπομαι

προβλεπομαι
    προβλέπομαι
    προ-βλέπομαι
    предусматривать, обеспечивать
    

(κρεῖττόν τι περί - v. l. ὑπέρ - τινος NT.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "προβλεπομαι" в других словарях:

  • προβλέπομαι — προβλέπομαι, προβλέφθηκα (σπάν. προβλέφτηκα) βλ. πίν. 10 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κατακρίνω — και κατακρένω (AM κατακρίνω, Α αρκαδ. τ. κακρίνω) 1. εκφράζω μομφή εναντίον κάποιου, αποδοκιμάζω κάποιον, επιτιμώ κάποιον για κάτι, κατηγορώ («ο κόσμος σέ κατακρίνει για τους κακούς τρόπους σου») 2. καταγγέλλω κάτι αξιόμεμπτο ή ελαττωματικό (α.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»